Η λέξη "original" είναι επίθετο (adjetivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "original" χρησιμοποιεί το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) ως: /o.ɾi.ˈxinal/.
Η λέξη "original" αναφέρεται σε κάτι που είναι αυθεντικό, πρωτότυπο ή μοναδικό, χωρίς να έχει αντιγραφεί ή μιμηθεί. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει έργα τέχνης, ιδέες ή οποιοδήποτε αντικείμενο που δεν είναι αντίγραφο ή απομίμηση. Στη γλώσσα των νομικών, η λέξη μπορεί να αναφέρεται σε ένα πρωτότυπο έγγραφο, το οποίο έχει θεσμοθετηθεί ή ελέγχεται συνήθως για τη νομιμότητά του. Η χρήση της λέξης είναι συχνή και στους δύο τομείς, με μια ελαφριά προτίμηση στα γραπτά πλαίσια.
El documento original fue presentado en la corte.
(Το πρωτότυπο έγγραφο παρουσιάστηκε στο δικαστήριο.)
Ella compró una pintura original de un famoso artista.
(Αγόρασε έναν αυθεντικό πίνακα από έναν διάσημο καλλιτέχνη.)
Necesitamos el original del contrato para proceder.
(Χρειαζόμαστε το πρωτότυπο του συμβολαίου για να προχωρήσουμε.)
Η λέξη "original" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν παραδείγματα:
Ser original es ser auténtico.
(Το να είσαι αυθεντικός είναι να είσαι πρωτότυπος.)
No hay nada más original que una idea propia.
(Δεν υπάρχει τίποτα πιο πρωτότυπο από μια δική σου ιδέα.)
El diseño original fue muy bien recibido por el público.
(Ο αυθεντικός σχεδιασμός έγινε πολύ καλά αποδεκτός από το κοινό.)
Siempre busco algo original cuando regalo.
(Πάντα ψάχνω κάτι αυθεντικό όταν κάνω δώρο.)
El artículo original tiene más valor que las copias.
(Το αυθεντικό άρθρο έχει περισσότερη αξία από τα αντίγραφα.)
Η λέξη "original" προέρχεται από το λατινικό "originalis", το οποίο σημαίνει "προερχόμενος από την αρχή" ή "πρωτότυπος".
Συνώνυμα: - αυθεντικός - πρωτότυπος - γνήσιος
Αντώνυμα: - αντίγραφο - μιμητικός - αναπαραγωγικός