Η λέξη "orilla" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "orilla" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /oˈriʎa/
Η λέξη "orilla" αναφέρεται στη στενή περιοχή που συνορεύει με έναν υδάτινο όγκο, όπως μια λίμνη, ένα ποτάμι ή η θάλασσα. Στα Ισπανικά μπορεί να χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γεωγραφικά ή ναυτικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι συχνή και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο.
Η όχθη του ποταμού είναι πολύ όμορφη.
En la orilla del mar hay muchas conchas.
Στην ακτή της θάλασσας υπάρχουν πολλά κοχύλια.
Los niños juegan en la orilla del lago.
Η λέξη "orilla" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να είσαι στην άκρη της αβύσσου (να βρίσκεσαι σε μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση).
Pasar un tiempo en la orilla.
Να περάσεις χρόνο στην ακτή (να χαλαρώσεις και να απολαύσεις τη φύση).
Tener un pie en la orilla y otro en el agua.
Να έχεις το ένα πόδι στην ακτή και το άλλο στο νερό (να βρίσκεσαι σε μια κατάσταση αβεβαιότητας).
Ir a la orilla del río para pescar.
Η λέξη "orilla" προέρχεται από τη λατινική λέξη "ora", που σημαίνει "άκρη" ή "παράλια".
Συνώνυμα: - Borde (άκρη) - Costado (πλευρά)
Αντώνυμα: - Centro (κέντρο) - Interior (εσωτερικό)