Orinar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [oɾiˈnaɾ]
Η λέξη orinar σημαίνει "να κάνω την ανάγκη μου" και αναφέρεται στην πράξη της ούρησης. Είναι μια συνήθης λέξη που χρησιμοποιείται στα καθημερινά συμφραζόμενα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι λίγο πιο συχνή σε προφορικές συνομιλίες λόγω της προσωπικής της φύσης.
Tengo que orinar antes de salir de casa.
(Πρέπει να κάνω την ανάγκη μου πριν βγω από το σπίτι.)
Mi hijo aprendió a orinar solo.
(Ο γιος μου έμαθε να κάνει την ανάγκη του μόνος του.)
Es importante orinar con regularidad para mantener la salud.
(Είναι σημαντικό να κάνεις την ανάγκη σου τακτικά για να διατηρείς την υγεία.)
Η λέξη orinar συχνά χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Está orinar sangre, debe ir al médico inmediatamente.
(ΟΥρεί αίμα, πρέπει να πάει στον γιατρό αμέσως.)
No te aguantes de orinar
(Μην κρατιέσαι για να κάνεις την ανάγκη σου) - Συνήθως υποδηλώνει ότι κάποιος πρέπει να αδειάσει την ουροδόχο κύστη του.
No te aguantes de orinar, ve al baño.
(Μην κρατιέσαι να κάνεις την ανάγκη σου, πήγαινε στην τουαλέτα.)
Orinar de pie
(Να ούρησε όρθιος) - Συχνά χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε προσδιορισμό της στάσης ενός ατόμου.
Η λέξη orinar προέρχεται από το λατινικό ρήμα "urinare", το οποίο έχει την ίδια σημασία.
Συνώνυμα: - Hacer pis (να κάνω τσισιά) - Orinarse (να κάνω την ανάγκη μου)
Αντώνυμα: - Retener (να κρατάω)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "orinar".