Η λέξη "oriundo" είναι επίθετο.
/fuˈɾjundo/
Η λέξη "oriundo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που προέρχεται από μια συγκεκριμένη περιοχή ή χώρα. Συνήθως αναφέρεται σε ανθρώπους ή εθνοτικές ομάδες. Στα νομικά πλαίσια, μπορεί να σχετίζεται με την ιθαγένεια ή τα δικαιώματα των ατόμων από διαφορετικές χώρες.
Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά καλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα και επίσημες δηλώσεις παρά στον προφορικό λόγο.
Ο γηγενής από την Ισπανία έχει δικαίωμα στην ιθαγένεια.
Los oriundos de la región tienen costumbres únicas.
Η λέξη "oriundo" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Να είσαι προερχόμενος από ένα τόπο σημαίνει να κουβαλάς τον πολιτισμό στην καρδιά σου.
Aunque es oriundo de una pequeña ciudad, ha viajado por todo el mundo.
Αν και προέρχεται από μια μικρή πόλη, έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο.
Los oriundos de esta zona suelen tener un sentido del humor peculiar.
Η λέξη "oriundo" προέρχεται από το λατινικό "orior," που σημαίνει "να προέρχομαι" ή "να γεννιέμαι."
Συνώνυμα: - nativo - autóctono
Αντώνυμα: - extranjero - forastero