Το "oro" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "oro" στη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι [ˈoɾo].
Η λέξη "oro" σημαίνει "χρυσός" και αναφέρεται σε ένα τράπεζα, πολύτιμο μέταλλο που χρησιμοποιείται σε κοσμήματα, νομίσματα και άλλες εφαρμογές. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των οικονομικών και της ιατρικής (π.χ., χρυσές θεραπείες) και έχει μια ισχυρή ιστορία στη χρήση της στην ηρωική και πολιτιστική κληρονομιά. Η λέξη είναι κοινή και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, χωρίς να δείχνει κάποιο προτιμητικό μέσο.
El oro es un metal precioso muy valorado.
(Ο χρυσός είναι ένα πολύτιμο μέταλλο που εκτιμάται πολύ.)
En la antigüedad, el oro se utilizaba para hacer joyas.
(Στην αρχαιότητα, ο χρυσός χρησιμοποιούνταν για να φτιάχνει κοσμήματα.)
Η λέξη "oro" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
“Vale su peso en oro”
(Αξίζει το βάρος του σε χρυσό)
Αυτό σημαίνει ότι κάτι είναι πολύτιμο ή αξίζει πολύ.
“Todo lo que brilla es oro”
(Ό,τι λάμπει είναι χρυσός)
Αυτή η φράση υποδεικνύει ότι δεν είναι όλα όσα φαίνονται καλά στην επιφάνεια είναι απαραίτητα πολύτιμα.
“Hombre de oro”
(Άντρας χρυσός)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ αξιόλογος ή γενναιόδωρος.
“Palabras de oro”
(Λόγια χρυσά)
Αναφέρεται σε σοφές συμβουλές ή λόγια.
“El oro en la boca”
(Ο χρυσός στο στόμα)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ καλοί στο να μιλάει, ή έχει εξαιρετική ρητορική ικανότητα.
Η λέξη "oro" προέρχεται από τα λατινικά "aurum", που σημαίνει επίσης "χρυσό".
dorado (χρυσάφι)
Αντώνυμα: