Το "orondo" είναι επίθετο στη γλώσσα Ισπανικά.
[oron̺ˈdo]
Η λέξη "orondo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι παχουλός ή γεμάτος. Χρησιμοποιείται συχνά σε ανεπίσημα και οικεία συμφραζόμενα. Αν και μπορεί να έχει και θετική ή και αρνητική κωδικοποίηση, ανάλογα με το πλαίσιο, γενικά η χρήση της είναι πιο διαδεδομένη σε καθημερινές συνομιλίες.
"El niño está orondo después de comer mucho."
Ο εγκέφαλος είναι γεμάτος μετά από πολύ φαγητό.
"Me gusta el aspecto orondo de los muñecos."
Μου αρέσει η παχουλή εμφάνιση των κούκλων.
"Siempre he sido orondo, pero me encanta comer."
Πάντα ήμουν χοντρός, αλλά μου αρέσει να τρώω.
"Estar orondo como un pavo."
Να είσαι παχουλός σαν γαλοπούλα.
(Σημαίνει να είσαι πολύ χορτασμένος ή να έχεις πάρει βάρος.)
"Andar orondo."
Να περπατάς με αυτοπεποίθηση.
(Εδώ σημαίνει ότι κάποιος είναι περήφανος ή αυτοϊκανοποιημένος.)
"Se siente orondo después de la fiesta."
Νιώθει παχουλός μετά το πάρτι.
(Εδώ υποδηλώνει ότι κάποιος έχει φάει πολύ και είναι ικανοποιημένος.)
Η λέξη "orondo" προέρχεται από την παλαιά ισπανική λέξη "orondo", η οποία σχετίζεται με την έννοια του "γεμάτου" ή "χοντρού", πιθανόν από την ρίζα που συνδέεται με τη γαλλική λέξη "ronde".
Συνώνυμα: - gordo - grueso - rellenito
Αντώνυμα: - delgado - flaco - esbelto