Η λέξη "oscilante" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /o.siˈlan.te/
Η λέξη "oscilante" αναφέρεται σε κάτι που κινείται ή ταλαντεύεται περιοδικά, κάτι που κάνει κύκλους ή εναλλαγές. Χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και φυσικά συμφραζόμενα, όπως η φυσική (για παράδειγμα, κύματα ή ταλαντώσεις) αλλά και σε γενικές περιγραφές κίνησης.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται συχνά και σε επίσημα και σε καθημερινά πλαίσια, χωρίς να υπάρχει προτίμηση σε κάποιο από αυτά.
El péndulo es un ejemplo de un movimiento oscilante.
(Η παλινδρόμωση είναι ένα παράδειγμα ενός ταλαντευόμενου κινήματος.)
Las olas del mar son oscilantes.
(Οι κυματισμοί της θάλασσας είναι ταλαντευόμενοι.)
El sistema oscilante puede ser muy útil en diversas aplicaciones científicas.
(Το ταλαντευόμενο σύστημα μπορεί να είναι πολύ χρήσιμο σε διάφορες επιστημονικές εφαρμογές.)
Η λέξη "oscilante" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σχετικές περιγραφές της κίνησης ή της αλλαγής κατάστασης.
La situación económica es oscilante.
(Η οικονομική κατάσταση είναι εναλλασσόμενη.)
Su ánimo es oscilante, cambia a menudo.
(Η διάθεσή του είναι ταλαντευόμενη, αλλάζει συχνά.)
El mercado bursátil tiene un comportamiento oscilante.
(Η χρηματιστηριακή αγορά έχει ταλαντευόμενο συμπεριφορά.)
Η λέξη "oscilante" προέρχεται από το λατινικό "oscillans", το οποίο είναι το παρατηρητικό του "oscillare", που σημαίνει "ταλαντεύομαι".
Συνώνυμα:
- alternante
- vibrante
- fluctuante
Αντώνυμα:
- estable
- constante
- fijo