Το "oscurecer" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [oskuˈɾeθeɾ]
Η λέξη "oscurecer" στα Ισπανικά σημαίνει το να γίνεται κάτι σκοτεινότερο, είτε κυριολεκτικά (όπως η φωτεινότητα) είτε μεταφορικά (όπως η διάθεση ή η ατμόσφαιρα). Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα στην περιγραφή της αλλαγής φωτισμού ή της δημιουργίας μίας καταθλιπτικής ή μυστήριας αίσθησης.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στον γραπτό λόγο, ειδικά σε λογοτεχνικά κείμενα και άρθρα.
Η καταιγίδα άρχισε να σκοτεινιάζει τον ουρανό.
A medida que avanzaba la noche, la habitación se oscurecía.
Το "oscurecer" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που υποδεικνύουν μεταφορικές σημασίες.
Όταν ο φόβος σκοτεινιάζει το μυαλό, είναι δύσκολο να σκεφτείς καθαρά.
Las dudas oscurecen la verdad.
Οι αμφιβολίες σκοτεινιάζουν την αλήθεια.
Un ambiente oscuro puede oscurecer el ánimo de cualquiera.
Ένα σκοτεινό περιβάλλον μπορεί να θολώσει τη διάθεση οποιουδήποτε.
En tiempos difíciles, el optimismo a menudo oscurece la realidad.
Η λέξη "oscurecer" προέρχεται από τη λατινική λέξη "obscurare", που σημαίνει "να κάνει σκοτεινό".
Συνώνυμα: - apagar (να σβήσει) - velar (να καλύψει) - encubrir (να αποκρύψει)
Αντώνυμα: - aclarar (να φωτίσει) - iluminar (να φωτίσει) - resplandecer (να λάμψει)