oscuridad: ουσιαστικό, θηλυκό.
/oskuɾiˈðað/
Η λέξη "oscuridad" αναφέρεται στην κατάσταση ή στην ποιότητα του να είναι σκοτεινός ή χωρίς φως. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει φυσικά σκοτεινά μέρη ή καταστάσεις, αλλά μπορεί επίσης να έχει μεταφορική σημασία, όπως σε συναισθηματικά ή ψυχολογικά σκοτάδια.
Η λέξη "oscuridad" είναι αρκετά κοινή στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται εξίσου στον προφορικό και στο γραπτό λόγο.
Το σκοτάδι στο δάσος ήταν τρομακτικό.
La película juega mucho con la oscuridad y la luz.
Η λέξη "oscuridad" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Estoy en la oscuridad sobre lo que está pasando.
Salir de la oscuridad: σημαίνει να ξεφύγεις από μια δύσκολη ή καταθλιπτική κατάσταση.
Necesito salir de la oscuridad y encontrar la luz.
Vivir en la oscuridad: αναφέρεται σε μια ζωή γεμάτη από μυστικά ή πρόβλημα.
Η λέξη "oscuridad" προέρχεται από το λατινικό "obscuritas", το οποίο προέρχεται από την λέξη "obscurus" που σημαίνει "σκοτεινός" ή "θαμπός".