Ο όρος "ostensible" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "ostensible" στα Ισπανικά είναι /os.ten.si.βle/.
Η λέξη "ostensible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι προφανές ή εμφανές, συνήθως με την έννοια ότι μπορεί να μην είναι το πραγματικό ή το αληθινό. Στη νομική γλώσσα, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάτι που είναι φανερό αλλά ενδεχομένως όχι και ουσιαστικό ή αληθινό. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται σε ποικίλα πλαίσια, είναι συχνά συναντώμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Ο φαινομενικός λόγος για τον οποίο αναβλήθηκε η συνάντηση ήταν η βροχή.
Su interés ostensible en el proyecto era en realidad una táctica de distracción.
Η λέξη "ostensible" δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, υπάρχουν κάποιες κοινές φράσεις που περιλαμβάνουν τον όρο.
Η φαινομενική ευτυχία που έδειχνε έκρυβε μια μεγάλη εσωτερική θλίψη.
Ostensible intención
Η λέξη "ostensible" προέρχεται από το Λατινικό "ostensibilis", που σημαίνει «που μπορεί να εμφανιστεί» ή «προφανής», από το ρήμα "ostendere", το οποίο σημαίνει «να δείξω».
Συνώνυμα: - aparente (οφθαλμοφανής) - evidente (προφανής)
Αντώνυμα: - oculto (κρυφό) - implícito (υπονοούμενο)