ostensible - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ostensible (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Ο όρος "ostensible" είναι επίθετο.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "ostensible" στα Ισπανικά είναι /os.ten.si.βle/.

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

  1. φαινομενικός
  2. προφανής
  3. δήθεν

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "ostensible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι προφανές ή εμφανές, συνήθως με την έννοια ότι μπορεί να μην είναι το πραγματικό ή το αληθινό. Στη νομική γλώσσα, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάτι που είναι φανερό αλλά ενδεχομένως όχι και ουσιαστικό ή αληθινό. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται σε ποικίλα πλαίσια, είναι συχνά συναντώμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. El motivo ostensible por el cual se suspendió la reunión fue la lluvia.
  2. Ο φαινομενικός λόγος για τον οποίο αναβλήθηκε η συνάντηση ήταν η βροχή.

  3. Su interés ostensible en el proyecto era en realidad una táctica de distracción.

  4. Το προφανές ενδιαφέρον του για το έργο ήταν στην πραγματικότητα μια τακτική απόσπασης προσοχής.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "ostensible" δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, υπάρχουν κάποιες κοινές φράσεις που περιλαμβάνουν τον όρο.

  1. Ostensible e invisible
  2. La ostensible felicidad que mostraba ocultaba una gran tristeza interior.
  3. Η φαινομενική ευτυχία που έδειχνε έκρυβε μια μεγάλη εσωτερική θλίψη.

  4. Ostensible intención

  5. Su ostensible intención de ayudarlo era más un acto de egoísmo.
  6. Η προφανής πρόθεση του να τον βοηθήσει ήταν περισσότερο μια πράξη εγωισμού.

Ετυμολογία

Η λέξη "ostensible" προέρχεται από το Λατινικό "ostensibilis", που σημαίνει «που μπορεί να εμφανιστεί» ή «προφανής», από το ρήμα "ostendere", το οποίο σημαίνει «να δείξω».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - aparente (οφθαλμοφανής) - evidente (προφανής)

Αντώνυμα: - oculto (κρυφό) - implícito (υπονοούμενο)



23-07-2024