Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική μεταγραφή: osteomaláˈθiko
Ελληνική μετάφραση: οστεομαλακία
Σημασία/Χρήση στα Ισπανικά: Η λέξη "osteomalácico" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με την οστεομαλακία, μια κατάσταση στην οποία τα οστά γίνονται αδύναμα και εύθραυστα λόγω έλλειψης ασβεστίου.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη "osteomalácico" χρησιμοποιείται συχνότερα σε ιατρικούς κύκλους και λιγότερο στην καθημερινή ομιλία.
Παραδειγματικές Προτάσεις: 1. Los pacientes con deficiencia de vitamina D a menudo desarrollan huesos osteomalácicos. (Οι ασθενείς με έλλειψη βιταμίνης D συχνά αναπτύσσουν οστά οστεομαλακικά.) 2. El tratamiento adecuado puede revertir el estado osteomalácico de los huesos. (Η κατάλληλη θεραπεία μπορεί να αναστρέψει την οστεομαλακική κατάσταση των οστών.)
Ετυμολογία: Η λέξη "osteomalácico" προέρχεται από τα Λατινικά "osteo" που σημαίνει "οστό" και "malacia" που σημαίνει "μαλακία".
Συνώνυμα: οστεομαλακία
Αντώνυμα: fuerte, resistente