Ostra είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/osˈtɾa/
Η λέξη ostra αναφέρεται σε είδη θαλάσσιων μαλακίων, συνήθως γνωστά ως όστρακα ή στρείδια. Χρησιμοποιείται συχνά σε γαστρονομικά συμφραζόμενα, καθώς πολλά στρείδια καταναλώνονται ως λιχουδιά. Η χρήση της λέξης είναι πιο διαδεδομένη σε προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτές αναφορές, όπως σε μενού εστιατορίων ή κείμενα που αναφέρονται στη θαλάσσια γαστρονομία.
Me encanta comer ostra fresca en el restaurante.
(Μου αρέσει να τρώω φρέσκο στρείδι στο εστιατόριο.)
Las ostras son un plato muy apreciado en la cocina mediterránea.
(Τα στρείδια είναι ένα πολύ εκτιμηθέν πιάτο στην μεσογειακή κουζίνα.)
Η λέξη ostra δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά την χρησιμοποιούμε σε μερικές περιπτώσεις:
Hacer como si no existiera la ostra
(Να κάνεις πως δεν υπάρχει το στρείδι) - χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που αγνοεί κάτι προφανές ή σημαντικό.
Agarra la ostra y no la sueltes
(Πιάσε το στρείδι και μην το αφήσεις) - σημαίνει να κρατάς κάτι πολύτιμο ή σπάνιο.
Η λέξη ostra προέρχεται από το λατινικό ostrea, το οποίο επίσης σημαίνει στρείδι.
Συνώνυμα: - mejillón (μύδι) - almeja (γενικά όστρακα)
Αντώνυμα: - pez (ψάρι) - αν και δεν είναι άμεσος αντίπαλος, οι σημασίες τους διαφέρουν, καθώς τα στρείδια είναι μαλάκια και όχι ψάρια.