Otitis: Ουσιαστικό.
[oˈtitis]
Η λέξη "otitis" αναφέρεται σε φλεγμονή του αυτιού και είναι συχνή ιατρική διάγνωση. Υπάρχουν διάφοροι τύποι ωτίτιδας, όπως η οξεία και η χρόνια, οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν όχι μόνο το μέσο, αλλά και το έσω αυτί. Η ωτίτιδα μπορεί να προκαλέσει πόνο, πυρετό και σε ορισμένες περιπτώσεις απώλεια ακοής.
Το "otitis" χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικό πλαίσιο, τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, συχνά σε κλινικές καταστάσεις και περιγραφές κινδύνων για την υγεία.
El médico diagnosticó otitis en el niño.
Ο γιατρός διέγνωσε ωτίτιδα στο παιδί.
La otitis puede causar inflamación y dolor en el oído.
Η ωτίτιδα μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή και πόνο στο αυτί.
Es importante tratar la otitis a tiempo para evitar complicaciones.
Είναι σημαντικό να θεραπεύεται η ωτίτιδα εγκαίρως για να αποφευχθούν επιπλοκές.
Η λέξη "otitis" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα σχετικά με την ακοή ή την υγεία του αυτιού.
Ayer fui al médico porque tenía síntomas de otitis.
Χθες πήγα στον γιατρό γιατί είχα συμπτώματα ωτίτιδας.
La temporada de frío suele aumentar los casos de otitis en niños.
Η εποχή του κρύου συνήθως αυξάνει τις περιπτώσεις ωτίτιδας σε παιδιά.
Después de nadar, es común tener molestias que pueden llevar a otitis.
Μετά το κολύμπι, είναι συνηθισμένο να υπάρχουν ενοχλήσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε ωτίτιδα.
Η λέξη "otitis" προέρχεται από τα Λατινικά "otitus", το οποίο πηγάζει από την ελληνική λέξη "ὠτίτις", που προέρχεται από το "ὦτον" (αυτί).
Συνώνυμα: - Φλεγμονή του αυτιού
Αντώνυμα: - Υγιές αυτί - Κανονική κατάσταση του αυτιού
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα γύρω από τη λέξη "otitis" στο πλαίσιο της ιατρικής.