otorgamiento - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

otorgamiento (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "otorgamiento" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική Μεταγραφή

Fonética: [otoɾɣamjen̪to]

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη “otorgamiento” προέρχεται από το ρήμα “otorgar”, το οποίο σημαίνει “να χορηγείς ή να παραχωρείς κάτι”. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα και δηλώνει την πράξη της χορήγησης ή της ανάθεσης ενός δικαιώματος, ενός προνομίου ή μιας ευθύνης. Στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιείται λιγότερο, αλλά είναι κοινή σε επίσημα κείμενα ή σε νομικές διαδικασίες.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. El otorgamiento de licencias es un proceso importante en la gestión de empresas.
  2. Η χορήγηση αδειών είναι μια σημαντική διαδικασία στη διαχείριση επιχειρήσεων.

  3. El otorgamiento de ayudas gubernamentales ha aumentado este año.

  4. Η παραχώρηση κυβερνητικών ενισχύσεων έχει αυξηθεί φέτος.

  5. El otorgamiento de poderes notariales requiere ciertos requisitos legales.

  6. Η ανάθεση συμβολαιογραφικών εξουσιών απαιτεί ορισμένες νομικές προϋποθέσεις.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "otorgamiento" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που αποδίδουν την έννοια της χορήγηση ή της παραχώρησης:

  1. El otorgamiento de confianza a un nuevo empleado es fundamental.
  2. Η παραχώρηση εμπιστοσύνης σε έναν νέο υπάλληλο είναι θεμελιώδης.

  3. En el otorgamiento de créditos, se debe evaluar a los solicitantes.

  4. Στη χορήγηση πιστώσεων, πρέπει να αξιολογούνται οι αιτούντες.

  5. El otorgamiento de derechos de autor protege a los creadores.

  6. Η παραχώρηση πνευματικών δικαιωμάτων προστατεύει τους δημιουργούς.

  7. El otorgamiento de becas educativas ayuda a los estudiantes.

  8. Η χορήγηση εκπαιδευτικών υποτροφιών βοηθά τους φοιτητές.

Ετυμολογία

Η λέξη "otorgamiento" προέρχεται από το λατινικό "otorgare", που σημαίνει "να δίνω" ή "να χορηγώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - concesión (παραχώρηση) - asignación (ανάθεση) - donación (χορηγία)

Αντώνυμα: - revocación (ανάκληση) - rechazo (απόρριψη) - negación (άρνηση)



22-07-2024