Το "otorgar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [otoɾˈɣaɾ]
Η λέξη "otorgar" σημαίνει να δίνεις ή να παραχωρείς κάτι σε κάποιον, συχνά με επίσημο ή νομικό τρόπο. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα, όπως όταν αναφερόμαστε σε συμβάσεις, άδειες, ή άλλα επίσημα έγγραφα.
Η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή στη γραπτή μορφή, κυρίως σε επίσημα έγγραφα, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε επίσημες ή επαγγελματικές συζητήσεις.
El gobierno decidió otorgar subsidios a las pequeñas empresas.
(Η κυβέρνηση αποφάσισε να χορηγήσει επιχορηγήσεις στις μικρές επιχειρήσεις.)
Es importante otorgar derechos a los trabajadores.
(Είναι σημαντικό να παραχωρούμε δικαιώματα στους εργαζόμενους.)
La universidad otorgó un premio al mejor estudiante.
(Το πανεπιστήμιο χορήγησε ένα βραβείο στον καλύτερο φοιτητή.)
Η λέξη "otorgar" σημειώνει επίσης τη χρήση της σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ιδιαίτερα πολλές. Ακολουθούν μερικές που χρησιμοποιούνται:
Ejemplo: El líder necesita otorgar confianza a su equipo.
(Ο ηγέτης χρειάζεται να χορηγήσει εμπιστοσύνη στην ομάδα του.)
Otorgar valor.
(Χορηγώ αξία.)
Ejemplo: Siempre debemos otorgar valor a las opiniones de los demás.
(Πάντα πρέπει να χορηγούμε αξία στις απόψεις των άλλων.)
Otorgar el permiso.
(Χορηγώ την άδεια.)
Η λέξη "otorgar" προέρχεται από το λατινικό "otorgare", που σημαίνει "δίνω" ή "παραχωρώ".
Συνώνυμα: - conceder - otorgar - dar
Αντώνυμα: - negar - retirar - quitar