Η λέξη "oyente" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /oˈjente/
Η λέξη "oyente" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε άτομο που ακούει, συνήθως σε πλαίσια όπου η ακρόαση είναι κυρίαρχη, όπως σε ραδιοφωνικές εκπομπές, σεμιναριακές διαλέξεις ή ακροάσεις μουσικής. Είναι σχετικά κοινή στην καθομιλουμένη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Ο ακροατής έδωσε μεγάλη προσοχή κατά τη διάρκεια της διάλεξης.
Como oyente de este programa, siempre aprendo algo nuevo.
Η λέξη "oyente" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, εστιάζοντας συχνά στην αντίληψη ή στην προσοχή που δίνεται σε κάτι.
Ένας προσεκτικός ακροατής πιάνει τις σημαντικές λεπτομέρειες.
Ser un buen oyente es esencial en la comunicación.
Να είσαι καλός ακροατής είναι απαραίτητο στην επικοινωνία.
Los oyentes de la radio son la razón por la que el programa sigue siendo popular.
Οι ακροατές του ραδιοφώνου είναι ο λόγος που η εκπομπή συνεχίζει να είναι δημοφιλής.
Un oyente crítico puede ofrecer una perspectiva valiosa.
Η λέξη "oyente" προέρχεται από το ρήμα "oír", που σημαίνει "να ακούω", με την προσθήκη της κατάληξης "-ente" για να αναδείξει την έννοια του ανθρώπου που εκτελεί την δράση του ρήματος.
Συνώνυμα: - слушающий (στη Ρωσική) - αναγνώστης (σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - hablante (ομιλητής) - mudo (σιωπηλός)