pacer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

pacer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "pacer" είναι ουσιαστικό (sustantivo).

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pacer" είναι: /ˈpaseɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "pacer" μπορεί να μεταφραστεί ως: - ρυθμιστής - σταθεροποιητής - οδηγός βημάτων

Σημασία και χρήση

Στα Ισπανικά, η λέξη "pacer" αναφέρεται σε άτομο ή ζώο που μετακινείται με σταθερό ή συγκεκριμένο ρυθμό, ή χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που έχει έναν κανονικό ρυθμό. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με το τρέξιμο ή την προπόνηση.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης ποικίλει, ωστόσο είναι συνήθως πιο κοινή στη γραπτή γλώσσα, ιδιαίτερα σε αθλητικά και φυσιολογικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El pacer es fundamental en las carreras de fondo.
  2. Ο ρυθμιστής είναι θεμελιώδης στους αγώνες μεγάλων αποστάσεων.

  3. Necesitamos un pacer para mantener el ritmo adecuado.

  4. Χρειαζόμαστε έναν ρυθμιστή για να διατηρήσουμε τον κατάλληλο ρυθμό.

  5. Un buen pacer puede hacer la diferencia en una maratón.

  6. Ένας καλός ρυθμιστής μπορεί να κάνει τη διαφορά σε έναν μαραθώνιο.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "pacer"

Η λέξη "pacer" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποια συμφραζόμενα:

  1. Ser un buen pacer es clave para el éxito.
  2. Να είσαι καλός ρυθμιστής είναι κλειδί για την επιτυχία.

  3. A veces un pacer puede ser el mejor entrenador.

  4. Μερικές φορές, ένας ρυθμιστής μπορεί να είναι ο καλύτερος προπονητής.

  5. Encontrar un pacer adecuado hace que la carrera sea más llevadera.

  6. Να βρεις έναν κατάλληλο ρυθμιστή κάνει τον αγώνα πιο ευχάριστο.

Ετυμολογία

Η λέξη "pacer" προέρχεται από την ισπανική ρίζα "pacer", που σχετίζεται με τη λέξη "paso" (βήμα), υποδηλώνοντας τη διαδικασία του να κάνεις βήματα ή να κινείσαι με συγκεκριμένο ρυθμό.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Rítmico (ρυθμικός) - Guía (οδηγός)

Αντώνυμα: - Caótico (χαοτικός) - Desordenado (άτακτος)



23-07-2024