paciente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

paciente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "paciente" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "paciente" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι:
/pasˈjente/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση της λέξης

Η λέξη "paciente" στα Ισπανικά κυρίως σημαίνει "ασθενής" και αναφέρεται σε ένα άτομο που λαμβάνει ιατρική φροντίδα ή θεραπεία. Επίσης, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει υπομονή ή είναι ανεκτικός. Στη ιατρική, η χρήση της λέξης είναι πολύ συχνή.

Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με την ιατρική ή στην προφορική γλώσσα σε ιατρικά περιβάλλοντα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El paciente necesita atención médica urgente.
    (Ο ασθενής χρειάζεται επείγουσα ιατρική φροντίδα.)

  2. Es importante que el paciente siga las indicaciones del doctor.
    (Είναι σημαντικό ο ασθενής να ακολουθήσει τις οδηγίες του γιατρού.)

  3. El paciente mostró mucha paciencia durante el tratamiento.
    (Ο ασθενής έδειξε πολλή υπομονή κατά τη διάρκεια της θεραπείας.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "paciente" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στα Ισπανικά, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις δεσμευμένων φράσεων που σχετίζονται με την υπομονή.

Ιδιωματικές προτάσεις

  1. Ser paciente es una virtud valorada en la medicina.
    (Να είσαι υπομονετικός είναι μια αρετή που εκτιμάται στην ιατρική.)

  2. El paciente debe tener paciencia durante su recuperación.
    (Ο ασθενής πρέπει να έχει υπομονή κατά τη διάρκεια της ανάρρωσής του.)

  3. Hay que ser paciente cuando se trata de mejorar la salud.
    (Πρέπει να είσαι υπομονετικός όταν πρόκειται για τη βελτίωση της υγείας.)

  4. El médico le aconsejó al paciente a ser paciente con el tratamiento.
    (Ο γιατρός συνέστησε στον ασθενή να είναι υπομονετικός με τη θεραπεία.)

Ετυμολογία

Η λέξη "paciente" προέρχεται από τα λατινικά "patiens", το οποίο είναι το ενεργητικό πληθυντικό του "pati", που σημαίνει "υπομένω" ή "υποφέρω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - enfermo (ασθενής) - doliente (ονάχος)

Αντώνυμα: - sano (υγιής) - fuerte (ισχυρός)



22-07-2024