Το "pactar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /pakˈtaɾ/
Η λέξη "pactar" σημαίνει να συμφωνείς ή να συνάπτεις μια συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών. Χρησιμοποιείται συχνά σε νόμους και οικονομικά, κυρίως για να υποδηλώσει τη διαδικασία κατά την οποία οι εμπλεκόμενοι αποφασίζουν από κοινού συγκεκριμένους όρους ή συνθήκες. Όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης της, "pactar" χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε νομικά έγγραφα και οικονομικές αναφορές.
Παραδείγματα προτάσεων:
- Los dos países decidieron pactar un acuerdo de cooperación.
(Οι δύο χώρες αποφάσισαν να συμφωνήσουν σε μια συμφωνία συνεργασίας.)
Η λέξη "pactar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως που σχετίζονται με τη συμφωνία ή τη διαπραγμάτευση:
Pactar en buenos términos es esencial para una buena relación.
(Η συμφωνία σε καλούς όρους είναι ουσιώδης για μια καλή σχέση.)
Después de muchas discusiones, finalmente lograron pactar.
(Μετά από πολλές συζητήσεις, τελικά κατάφεραν να συμφωνήσουν.)
Antes de hacer negocios, es mejor pactar lo que cada uno espera.
(Πριν από τη διεξαγωγή των συναλλαγών, είναι καλύτερα να συμφωνήσουμε σε ό,τι περιμένει ο καθένας.)
Pactar anteriormente los plazos evita futuros malentendidos.
(Η προγενέστερη συμφωνία για τους προθεσμίες αποφεύγει μελλοντικές παρεξηγήσεις.)
Η λέξη "pactar" προέρχεται από το λατινικό "pactare", που σημαίνει "να συμφωνήσεις". Στο Λατινικό η ρίζα "pact-" σχετίζεται με τη σημασία της σύνταξης και της συμφωνίας.
Συνώνυμα: - Acuerdo (συμφωνία) - Concordar (συμφωνώ)
Αντώνυμα: - Discrepar (διαφωνώ) - Romper (σπάω συμφωνία)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν πλήρη κατανόηση της λέξης "pactar" στους τομείς της γενικής γλώσσας, των οικονομικών και του δικαίου.