Η λέξη "pacto" αναφέρεται σε μία επίσημη συμφωνία ή δέσμευση που συνάπτεται μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών. Στη γλώσσα των οικονομικών και του νόμου, χρησιμοποιείται για να περιγράψει συμφωνίες που μπορεί να αφορούν οικονομικά ζητήματα ή νομικές υποχρεώσεις. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και σε επίσημα έγγραφα, αλλά και στον καθημερινό λόγο. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε νομικές ή οικονομικές συνομιλίες.
Οι χώρες υπέγραψαν ένα σύμφωνο για τη μείωση της ρύπανσης.
El pacto entre las dos empresas generó nuevas oportunidades de negocio.
Το σύμφωνο μεταξύ των δύο εταιρειών δημιούργησε νέες ευκαιρίες για την επιχείρηση.
El pacto social es fundamental para mantener la estabilidad en la sociedad.
Η λέξη "pacto" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία συμφωνία για την αποφυγή οποιασδήποτε μορφής επίθεσης μεταξύ των μερών.
Pacto de silencio
Αναφέρεται σε μία συμφωνία που απαιτεί από τα μέρη να μην αποκαλύψουν πληροφορίες.
Pacto social
Αναφέρεται σε μία ευρύτερη συμφωνία μεταξύ των πολιτών και της κυβέρνησης για την ευημερία της κοινωνίας.
Pacto de estabilidad
Η λέξη "pacto" προέρχεται από τα Λατινικά "pactum", που σημαίνει "συμφωνία" ή "συμφωνητικό".
Contrato
Αντώνυμα: