Padecimiento είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα ισπανικά είναι: /pa.ðe.siˈmen.to/.
Η λέξη padecimiento αναφέρεται σε μια κατάσταση ή κατάσταση που σχετίζεται με την ασθένεια ή την υπομονή πόνου και δυσφορίας. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ιατρικής για να περιγράψει οποιαδήποτε μορφή αδιαθεσίας ή παθολογίας.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε ιατρικά ντοκουμέντα, κείμενα και αρθρογραφία. Χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί σε συζητήσεις σχετικά με την υγεία.
El padecimiento de muchas personas provoca gran preocupación.
(Η πάθηση πολλών ανθρώπων προκαλεί μεγάλη ανησυχία.)
El médico habló sobre el padecimiento que afecta a la población.
(Ο γιατρός μίλησε για την πάθηση που επηρεάζει τον πληθυσμό.)
Encontraron un nuevo tratamiento para su padecimiento.
(Βρήκαν μια νέα θεραπεία για την πάθησή του.)
Η λέξη padecimiento δεν περιλαμβάνει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένα συμφραζόμενα που σχετίζονται με τον πόνο ή την ταλαιπωρία.
Sufrir un padecimiento crónico puede ser extremadamente difícil.
(Η υπομονή μιας χρόνιας πάθησης μπορεί να είναι εξαιρετικά δύσκολη.)
El padecimiento emocional es tan importante como el físico.
(Η συναισθηματική πάθηση είναι εξίσου σημαντική με τη σωματική.)
Muchos padecimientos pueden prevenirse con hábitos saludables.
(Πολλές παθήσεις μπορούν να προληφθούν με υγιεινές συνήθειες.)
Το padecimiento προέρχεται από το ρήμα padecer, το οποίο σημαίνει "να υποφέρει" ή "να βιώνει πόνο". Η ρίζα του είναι λατινική, από το pati, που σημαίνει "να υποφέρει".
Συνώνυμα: - Dolencia - Enfermedad - Afección
Αντώνυμα: - Salud (Υγεία) - Bienestar (Ευημερία)