Padrastro είναι ουσιαστικό (sustantivo).
[paˈðɾas.tɾo]
Padrastro αναφέρεται στον άντρα που έχει παντρευτεί τη μητέρα κάποιου, αλλά δεν είναι ο βιολογικός πατέρας του. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τη σχέση ενός παιδιού με τον νέο σύντροφο της μητέρας του. Η λέξη έχει κοινή χρήση τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, καθώς αναφέρεται συνήθως σε οικογενειακά πλαίσια ή κοινωνικές σχέσεις.
Mi padrastro siempre me trata con cariño.
(Ο πατριός μου με αντιμετωπίζει πάντα με αγάπη.)
No tengo una relación cercana con mi padrastro.
(Δεν έχω στενές σχέσεις με τον πατριό μου.)
Padrastro χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν οικογενειακές σχέσεις. Ωστόσο, δεν υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη. Παρ' όλα αυτά, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη σε διαφορετικά συμφραζόμενα:
El padrastro es un segundo padre.
(Ο πατριός είναι ένας δεύτερος πατέρας.)
A veces, mi padrastro recoge a mis hermanos de la escuela.
(Μερικές φορές, ο πατριός μου πιάνει τα αδέλφια μου από το σχολείο.)
Mi madre está muy feliz con su nuevo padrastro.
(Η μητέρα μου είναι πολύ ευτυχισμένη με τον νέο πατριό της.)
El padrastro puede jugar un papel importante en la vida de un niño.
(Ο πατριός μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή ενός παιδιού.)
Η λέξη padrastro προέρχεται από το ισπανικό «padre» (πατέρας) συνδυασμένο με το επίθημα «-astro» που χρησιμοποιείται σε λέξεις σχετικές με οικογενειακές σχέσεις.
Συνώνυμα: - Madrastra (για τη μητέρα του συντρόφου)
Αντώνυμα: - Padre (πατέρας) - Madre (μητέρα)