Ουσιαστικό
paˈðɾe
Ο όρος "padre" στα ισπανικά χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στον πατέρα, τόσο ως γονέας όσο και ως κληρικός. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, είναι ένα κοινό λεξιλόγιο και χρησιμοποιείται συχνά.
Ανώνυμα: γονιός, πατέρας, παππούς
Συνώνυμα: παππάς, δάσκαλος, πατριάρχης
Η λέξη "padre" προέρχεται από τη Ισπανική γλώσσα.
Η λέξη "padre" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις: 1. Esto está padre. (Αυτό είναι ωραίο / τέλειο.) 2. Andar como padre por su casa. (Να κινείσαι άνετα, σαν να είσαι στο σπίτι σου.) 3. De tal palo, tal astilla. (Όπως ο πατρικός κορμός, έτσι και το ξύλο.) 4. Más viejo que Matusalén. (Πολύ παλιός.) 5. Más duro que un padre nuestro. (Πολύ ανθεκτικός.)
Αντίθετες λέξεις: μητέρα, μπαμπάς, γιος, κόρη
Συνώνυμα: γονικός, γονικότητα, πατρικός, πατρικός
Ως ουσιαστικό, η λέξη "padre" δεν έχει γερούντα.
Η λέξη "padre" προέρχεται από την Ισπανική γλώσσα.
Μερικές μεταφράσεις της λέξης "padre" στα Ελληνικά είναι "πατέρας" ή "πατέρα".
Η λέξη "padre" αναφέρεται στον πατέρα και χρησιμοποιείται συχνά τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και σε ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.