Το "padrino" είναι ουσιαστικό.
/padˈɾino/
Η λέξη "padrino" αναφέρεται συνήθως σε έναν νονό ή έναν άνθρωπο που παρέχει προστασία ή υποστήριξη. Χρησιμοποιείται συχνά σε θρησκευτικά πλαίσια, όπως η βάπτιση, όπου ο "padrino" είναι ο άνθρωπος που παίρνει την ευθύνη να καθοδηγήσει το παιδί στη θρησκευτική του ζωή. Στον νομικό και κοινωνικό τομέα, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει ρόλο ή επιρροή.
Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στη γραπτή και προφορική γλώσσα, ωστόσο οι χρήσεις της ποικίλλουν ανάλογα με το πλαίσιο.
El padrino de mi hija es un hombre muy sabio.
(Ο νονός της κόρης μου είναι ένας πολύ σοφός άνθρωπος.)
Necesitaba un padrino para mi boda y elegí a mi mejor amigo.
(Χρειαζόμουν έναν κουμπάρο για τον γάμο μου και διάλεξα τον καλύτερό μου φίλο.)
Ο όρος "padrino" εμφανίζεται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
El presidente se convirtió en el padrino del nuevo proyecto educativo.
(Ο πρόεδρος έγινε ο υποστηρικτής του νέου εκπαιδευτικού προγράμματος.)
Padrino de guerra - Αναφέρεται σε μια ισχυρή ή ισχυρή φιγούρα που προστατεύει ή υποστηρίζει κάποιον.
Siempre tiene un padrino de guerra que lo protege en tiempos difíciles.
(Πάντα έχει έναν ισχυρό προστάτη που τον προστατεύει σε δύσκολες εποχές.)
Ser el padrino de una causa - Σημαίνει να στηρίζεις μια κοινωνική ή πολιτική αιτία.
Η λέξη "padrino" προέρχεται από το λατινικό "patrinus", που σημαίνει "νονός" ή "πατέρας". Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη έχει κρατήσει τη θετική έννοια της πατρικής φιγούρας ή της προστασίας.