Ρήμα
/páɣa/
Η λέξη "paga" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφέρεται σε οποιαδήποτε μορφή πληρωμής, ειδικά σε σχέση με μισθούς ή αποζημιώσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί και σε στρατιωτικά πλαίσια όταν μιλάμε για πληρωμές που αφορούν μισθούς στρατιωτών. Αν και η λέξη χρησιμοποιείται και στο προφορικό λόγο, είναι επίσης κοινή σε γραπτά κείμενα και συμφραζόμενα όπως συμβάσεις ή οικονομικές αναφορές.
"Ο υπάλληλος έλαβε τον μισθό του στο τέλος του μήνα."
"La paga por horas es más alta en este trabajo."
"Η πληρωμή ανά ώρα είναι υψηλότερη σε αυτή την εργασία."
"En el ejército, la paga es distinta según el rango."
Η λέξη "paga" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες συχνά εκφράζουν έννοιες γύρω από τη δουλειά και την αποζημίωση.
"Να εργάζεσαι μόνο για την πληρωμή."
"Paga justa."
"Δίκαιη πληρωμή."
"Paga de miseria."
"Πληρωμή μισθού."
"Sin paga."
"Χωρίς πληρωμή."
"Paga extra."
Η λέξη "paga" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "pagare", που σημαίνει "πληρώνω". Η ρίζα αυτή συνδέει την έννοια της πληρωμής με τη βασική έννοια του να δίνεις ή να διανέμεις κάτι ως αντάλλαγμα.