Το "pagadero" είναι ένα επίθετο στη γλώσσα Ισπανικά.
/pagaˈðeɾo/
Η λέξη "pagadero" αναφέρεται σε κάτι που πρέπει να πληρωθεί ή που είναι πληρωτέο, όπως χρέη ή υποχρεώσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα και συναντάται συχνά τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, ειδικά σε επίσημες ή επαγγελματικές καταστάσεις.
La factura es pagadera a finales del mes.
(Ο λογαριασμός είναι πληρωτέος στα τέλη του μήνα.)
El préstamo es pagadero en cuotas mensuales.
(Το δάνειο είναι πληρωτέο σε μηνιαίες δόσεις.)
Η λέξη "pagadero" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά μπορεί να συναντηθεί σε κοινές φράσεις που σχετίζονται με οικονομικές υποχρεώσεις:
Una deuda pagadera debe ser saldada a tiempo.
(Μια οφειλή που είναι πληρωτέα πρέπει να εξοφλείται εγκαίρως.)
Los intereses son pagaderos al vencimiento.
(Τα επιτόκια είναι πληρωτέα κατά την λήξη.)
Vamos a organizar nuestras cuentas para asegurar que todo lo pagadero esté cubierto.
(Θα οργανώσουμε τους λογαριασμούς μας ώστε να διασφαλίσουμε ότι όλα τα πληρωτέα καλύπτονται.)
Η λέξη "pagadero" προέρχεται από το ρήμα "pagar," που σημαίνει "να πληρώνω" και συνδυάζεται με το αρνητικό επίθημα "-able," το οποίο υποδηλώνει κάτι που μπορεί να γίνει ή είναι δυνατό. Έτσι, "pagadero" σημαίνει "αυτό που μπορεί να πληρωθεί".
Συνώνυμα: - cobrable (εισπρακτέος)
Αντώνυμα: - no pagadero (μη πληρωτέος)