Το "pagado" είναι ένα επίθετο στη γλώσσα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /paˈɣaðo/
Η λέξη "pagado" περιγράφει κάτι που έχει πληρωθεί ή ολοκληρωθεί οικονομικά. Χρησιμοποιείται συχνά σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με οικονομικές συναλλαγές, συναλλαγές ή λογαριασμούς. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις οικονομικών ή νομικών θεμάτων.
Το ενοίκιο έχει ήδη πληρωθεί.
El proyecto fue pagado por la empresa.
Το έργο πληρώθηκε από την εταιρεία.
Todos los impuestos fueron pagados a tiempo.
Η λέξη "pagado" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή στις ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει εκφράσεις που σχετίζονται με οικονομικές υποχρεώσεις ή πληρωμές.
Αυτή είναι η αμοιβή του για τη δουλειά του.
Ser un pagado.
Σε αυτή τη δουλειά, όλοι είναι ικανοποιημένοι.
Pagado en efectivo.
Η λέξη "pagado" προέρχεται από το ρήμα "pagar", που σημαίνει "πληρώνω". Ετυμολογικά, το "pagado" είναι το παθητικό συμμετοχή του ρήματος.
Συνώνυμα: - satisfecho (ικανοποιημένος) - completado (ολοκληρωμένος)
Αντώνυμα: - deudor (οφειλέτης) - impago (μη πληρωμένο)