Η λέξη "pagano" αναφέρεται σε άτομα που συμμετέχουν ή πιστεύουν σε θρησκείες ή πρακτικές που δεν σχετίζονται με τις κυρίαρχες μονοθεϊστικές θρησκείες (όπως ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός ή το Ισλάμ). Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει πολιτισμικές πρακτικές που είναι σχετικές με την αρχαία λατρεία, κυρίως στην προχριστιανική Ευρώπη. Στη σύγχρονη χρήση, μπορεί να έχει και αρνητική χροιά, υποδηλώνοντας αποδοκιμασία από τις κυρίαρχες θρησκευτικές πρακτικές.
Η χρήση του "pagano" είναι συχνότερη στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα που ασχολούνται με θρησκευτικές, ιστορικές ή πολιτισμικές αναλύσεις.
El festival pagano celebra las antiguas tradiciones de la región.
(Το παγανιστικό φεστιβάλ γιορτάζει τις αρχαίες παραδόσεις της περιοχής.)
Ella se siente atraída por las creencias paganas y la naturaleza.
(Η ίδια νιώθει έλξη για τις παγανιστικές πεποιθήσεις και τη φύση.)
Los rituales paganos a menudo incluyen danzas y música.
(Οι παγανιστικές τελετές περιλαμβάνουν συχνά χορούς και μουσική.)
Ο όρος "pagano" χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Αναφέρεται σε μια διαφορετική ή εναλλακτική οπτική του κόσμου, συχνά συνδεόμενη με τη φύση και τις πρωτόγονες πίστεις.
Ser pagano de corazón.
(Να είσαι παγανιστής στην καρδιά.)
Σημαίνει να έχεις μια βαθιά σύνδεση με τις αρχαίες ή φυσικές θρησκευτικές πρακτικές.
Vivimos en un mundo pagano.
(Ζούμε σε έναν παγανιστικό κόσμο.)
Η λέξη "pagano" προέρχεται από το λατινικό "paganus", που σημαίνει "χωρικός" ή "αγρότης". Χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει τους ανθρώπους που ζούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές και διατηρούσαν παλιές λατρείες, ακόμα και μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού.
Heathen (αρχαίος ειδωλολάτρης)
Αντώνυμα: