pagano - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

pagano (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "pagano" αναφέρεται σε άτομα που συμμετέχουν ή πιστεύουν σε θρησκείες ή πρακτικές που δεν σχετίζονται με τις κυρίαρχες μονοθεϊστικές θρησκείες (όπως ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός ή το Ισλάμ). Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει πολιτισμικές πρακτικές που είναι σχετικές με την αρχαία λατρεία, κυρίως στην προχριστιανική Ευρώπη. Στη σύγχρονη χρήση, μπορεί να έχει και αρνητική χροιά, υποδηλώνοντας αποδοκιμασία από τις κυρίαρχες θρησκευτικές πρακτικές.

Η χρήση του "pagano" είναι συχνότερη στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα που ασχολούνται με θρησκευτικές, ιστορικές ή πολιτισμικές αναλύσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El festival pagano celebra las antiguas tradiciones de la región.
    (Το παγανιστικό φεστιβάλ γιορτάζει τις αρχαίες παραδόσεις της περιοχής.)

  2. Ella se siente atraída por las creencias paganas y la naturaleza.
    (Η ίδια νιώθει έλξη για τις παγανιστικές πεποιθήσεις και τη φύση.)

  3. Los rituales paganos a menudo incluyen danzas y música.
    (Οι παγανιστικές τελετές περιλαμβάνουν συχνά χορούς και μουσική.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "pagano" χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Ver el mundo a través de ojos paganos.
    (Να βλέπεις τον κόσμο μέσα από παγανιστικά μάτια.)
  2. Αναφέρεται σε μια διαφορετική ή εναλλακτική οπτική του κόσμου, συχνά συνδεόμενη με τη φύση και τις πρωτόγονες πίστεις.

  3. Ser pagano de corazón.
    (Να είσαι παγανιστής στην καρδιά.)

  4. Σημαίνει να έχεις μια βαθιά σύνδεση με τις αρχαίες ή φυσικές θρησκευτικές πρακτικές.

  5. Vivimos en un mundo pagano.
    (Ζούμε σε έναν παγανιστικό κόσμο.)

  6. Τα λέγεται για να προσδιορίσει μια κουλτούρα ή κοινωνία που είναι απομακρυσμένη από τις κυρίαρχες θρησκείες.

Ετυμολογία

Η λέξη "pagano" προέρχεται από το λατινικό "paganus", που σημαίνει "χωρικός" ή "αγρότης". Χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει τους ανθρώπους που ζούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές και διατηρούσαν παλιές λατρείες, ακόμα και μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024