Pago είναι ουσιαστικό.
/páɣo/
Η λέξη pago χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφέρεται στην πράξη της πληρωμής ή του ποσού που καταβάλλεται. Χρησιμοποιείται σε οικονομικά και νομικά συμφραζόμενα όταν πρόκειται για την εξόφληση ενός χρέους, τροφής, υπηρεσιών ή αγαθών. Στη χρήση της, η λέξη εμφανίζεται συχνά σε γραπτά συμφραζόμενα, όπως σε συμβάσεις ή τιμολόγια, αλλά και στον προφορικό λόγο.
Η λέξη "pago" είναι συχνά χρησιμοποιούμενη όχι μόνο στον προφορικό λόγο αλλά και σε γραπτό κείμενο, ιδίως σε επιχειρηματικά και νομικά κείμενα.
Él hizo el pago de la factura ayer.
(Αυτός έκανε την πληρωμή του λογαριασμού χθες.)
El pago en efectivo es más rápido.
(Η πληρωμή με μετρητά είναι πιο γρήγορη.)
Η λέξη pago χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν κάποιες από αυτές:
Ajustar cuentas (Να τακτοποιήσεις λογαριασμούς) – Αναφέρεται στο να πληρώσεις αυτά που χρωστάς.
Π.χ. Es hora de ajustar cuentas y hacer el pago.
(Ήρθε η ώρα να τακτοποιήσεις τους λογαριασμούς σου και να κάνεις την πληρωμή.)
Pagar el pato (Να πληρώσεις το τίμημα) – Εννοεί να αναλάβεις την ευθύνη ή την ποινή.
Π.χ. Al final, siempre alguien paga el pato.
(Τελικά, πάντα κάποιος πληρώνει το τίμημα.)
Sin pago no hay servicio (Χωρίς πληρωμή δεν υπάρχει υπηρεσία) – Υπογραμμίζει ότι η υπηρεσία δεν θα προσφερθεί αν δεν υπάρξει πληρωμή.
Π.χ. Recuerda, sin pago no hay servicio.
(Θυμήσου, χωρίς πληρωμή δεν υπάρχει υπηρεσία.)
A pagar y a callar (Να πληρώσεις και να σωπάσεις) – Σημαίνει να αποδεχτείς την κατάσταση και να μην παραπονεθείς.
Π.χ. Cuando se hace el pago, es momento de a pagar y a callar.
(Όταν γίνεται η πληρωμή, είναι στιγμή να πληρώσεις και να σωπάσεις.)
Η λέξη pago προέρχεται από το ρήμα pagar, που σημαίνει "να πληρώνω". Το ρήμα έχει λατινικές ρίζες από τη λέξη pacare, που σημαίνει "να κάνει ειρήνη ή να φέρει τάξη".
Συνώνυμα: - Compensación (αποζημίωση) - Liquidación (εκκαθάριση) - Remuneración (αμοιβή)
Αντώνυμα: - Deuda (χρέος) - Impago (μη πληρωμή) - Morosidad (Καθυστέρηση πληρωμής)