Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό (masculine)
Φωνητική μεταγραφή: [pai̯ˈsa.xe auˈto.no.mo]
Μεταφράσεις: ανεξάρτητο τοπίο
Σημασία: Η λέξη "paisaje autónomo" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει μια περιοχή ή ένα τοπίο που αναπτύσσεται αυτόνομα χωρίς εξωτερικές επεμβάσεις ή εξαρτήσεις.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. El desierto es un paisaje autónomo y salvaje. (Η έρημος είναι ένα ανεξάρτητο και άγριο τοπίο.) 2. Las islas vírgenes representan paisajes autónomos inexplorados. (Οι ανέξαρτες νήσοι αποτελούν ανεξάρτητα ανεξερεύνητα τοπία.)
Συχνότητα: Η λέξη "paisaje autónomo" χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο σε ειδικές περιπτώσεις και περιγραφές γεωγραφικών περιοχών.
Ετυμολογία: Από τα Ισπανικά "paisaje" (τοπίο) και "autónomo" (ανεξάρτητος).
Συνώνυμα: independiente, autárquico
Αντώνυμα: dependiente, subordinado, conectado