Πληθυντικός: paisanos
Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
[pai̯ˈsano
]
Η λέξη "paisano" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να αναφερθεί σε κάποιον που είναι συμπατριώτης, συνήθως στο πλαίσιο της αναγνώρισης ενός ατόμου που προέρχεται από την ίδια χώρα ή περιοχή. Χρησιμοποιείται επίσης σε πιο χαλαρές ή οικείες αναφορές, που μπορεί να απευθύνονται σε φίλους ή γνωστούς. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και περισσότερο στον προφορικό.
El paisano me ayudó a encontrar mi camino.
(Ο συμπατριώτης με βοήθησε να βρω το δρόμο μου.)
Siempre es bueno hablar con un paisano cuando estás en el extranjero.
(Είναι πάντα καλό να μιλάς με έναν συμπατριώτη όταν είσαι στο εξωτερικό.)
Mi paisano y yo vamos a disfrutar del festival juntos.
(Ο συμπατριώτης μου κι εγώ θα απολαύσουμε το φεστιβάλ μαζί.)
Στο ισπανικό λεξιλόγιο, η λέξη “paisano” χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
¡Qué buen paisano eres!
(Τι καλός συμπατριώτης είσαι!)
Siempre confiamos en los paisanos en casa.
(Πάντα εμπιστευόμαστε τους συμπατριώτες στο σπίτι.)
Entre paisanos, nos entendemos.
(Ανάμεσα σε συμπατριώτες, καταλαβαινόμαστε.)
No hay nada como la comida de un paisano.
(Δεν υπάρχει τίποτα σαν το φαγητό ενός συμπατριώτη.)
Los paisanos son como familia.
(Οι συμπατριώτες είναι σαν οικογένεια.)
Η λέξη "paisano" προέρχεται από το λατινικό "paginus", που σημαίνει «χώρος» ή «περιοχή». Στην πορεία του χρόνου υιοθετήθηκε στο ισπανικό λεξιλόγιο, αποκτώντας τη σημασία του συμπατριώτη.
Συνώνυμα: - compatriota (συμπατριώτης) - connacional (συνηθισμένος πολίτης)
Αντώνυμα: - extranjero (ξένος) - forastero (ξένος ή αλλοδαπός)