Paja είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή του "paja" είναι /ˈpaxa/.
Η λέξη "paja" αναφέρεται κυρίως στο άχυρο, δηλαδή σε ξηρές στέγες ή φυτικά υπολείμματα. Χρησιμοποιείται επίσης για να αναφερθεί σε καλαμάκια ή στην φρασεολογία που σχετίζεται με την κατανάλωση κάνναβης.
Η χρήση της λέξης "paja" είναι συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η πιο αργκό της χρήση είναι πιο συχνή στους νεότερους ομιλητές.
Υπάρχουν πολλά είδη άχυρου στην αγορά.
Me gusta tomar mi bebida con paja.
Μου αρέσει να πίνω το ποτό μου με καλαμάκι.
Ayer vi a unos amigos usando paja para fumar.
Η λέξη "paja" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Μην κάνεις πίπα στη δουλειά, συγκεντρώσου στις δουλειές σου.
"Paja mental" (Εγκέφαλος πίπας) αναφέρεται σε σκέψεις ή ιδέες που είναι γελοίες ή ανώφελες.
Μην μου λες πράγματα πίπας, θέλω γεγονότα.
"Paja de oro" (Χρυσό άχυρο) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάτι που είναι πολύτιμο αλλά φαινομενικά άχρηστο.
Η λέξη "paja" προέρχεται από τα λατινικά "palea", που σημαίνει "άχυρο" ή "θρύψαλα".
Συνώνυμα: - Heno (χορτάρι) - Pajilla (καλαμάκι)
Αντώνυμα: - Granos (σπόροι) - Sustancia (ουσία)