Η λέξη "pal" στα Ισπανικά είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pal" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /pal/.
Η λέξη "pal" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε έναν φίλο ή κολλητό και συχνά έχει μια φιλική και χαλαρή διάθεση. Ανήκει σε προφορικό και ανεπίσημο λεξιλόγιο. Είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο σε συγκριση με το γραπτό κείμενο.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες και οικογενειακούς ή φιλικούς κύκλους.
Soy amigo de Juan, él es mi pal.
(Είμαι φίλος του Χουάν, αυτός είναι ο κολλητός μου.)
Vamos a ver una película, ¿quieres venir, pal?
(Θα πάμε να δούμε μια ταινία, θέλεις να έρθεις, φίλε;)
Η λέξη "pal" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
"Eres mi mejor pal."
(Είσαι ο καλύτερός μου φίλος.)
"No te preocupes, pal, todo saldrá bien."
(Μην ανησυχείς, φίλε, όλα θα πάνε καλά.)
"Unas cervezas con los pals siempre son buenas."
(Μερικές μπύρες με τους κολλητούς είναι πάντα καλές.)
"El viaje fue increíble, lo pasamos genial, pal."
(Το ταξίδι ήταν καταπληκτικό, περάσαμε υπέροχα, φίλε.)
"Siempre cuento contigo, pal."
(Πάντα υπολογίζω σε σένα, φίλε.)
"Mis pals siempre me apoyan en los momentos difíciles."
(Οι φίλοι μου πάντα με υποστηρίζουν στις δύσκολες στιγμές.)
Η λέξη "pal" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, από την λέξη "pal", που χρησιμοποιείται για να σημαίνει φίλος. Μπαίνει στη χρήση πολλών ισπανικών διαλέκτων, ιδιαίτερα σε κοινωνικές περιστάσεις.
Συνώνυμα: - amigo (φίλος) - camarada (σύντροφος)
Αντώνυμα: - enemigo (εχθρός) - rival (αντίπαλος)