Pala είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/ˈpa.la/
Η λέξη pala αναφέρεται κυρίως σε ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για σκάψιμο ή μεταφορά υλικών, όπως χώμα ή άμμος. Χρησιμοποιείται συχνά στην οικοδομή, κηπουρική και άλλες τεχνικές δραστηριότητες. Στη γλώσσα των Ισπανών, οι χρήσεις της είναι πολύ συχνές, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Necesito una pala para cavar en el jardín.
Χρειάζομαι ένα φτυάρι για να σκάψω στον κήπο.
La pala de la construcción es muy pesada.
Το φτυάρι της οικοδομής είναι πολύ βαρύ.
Η λέξη pala περιλαμβάνεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Echar pala.
(Δηλαδή, "να δουλέψεις σκληρά")
Siempre tienes que echar pala si quieres conseguir tus metas.
Πάντα πρέπει να δουλέψεις σκληρά αν θέλεις να πετύχεις τους στόχους σου.
Pala de agua.
(Αναφέρεται σε μεγάλη καταιγίδα ή υπερβολική βροχή)
Vino una pala de agua y se inundaron las calles.
Ήρθε μια μεγάλη βροχή και πλημμύρισαν οι δρόμοι.
Con pala y pico.
(Σημαίνει με εργατικότητα και περιποίηση)
Construyeron el edificio con pala y pico durante meses.
Έχτισαν το κτίριο με άγρυπνη εργασία για μήνες.
Η προέλευση της λέξης pala προέρχεται από την λατινική λέξη pala, που σημαίνει "φτυάρι" ή "άρχη".
Συνώνυμα:
- fútil (αρκετά σπάνια χρήση στο πλαίσιο της χρησιμότητας)
- pala de mano (πολύ συγκεκριμένο)
Αντώνυμα:
- recibir (λαμβάνω)
- μεταφορά (μεταφορά, στον αντίποδα, καθώς το φτυάρι είναι εργαλείο μεταφοράς).