paladear: ρήμα (verb)
/palaˈðeaɾ/
Η λέξη "paladear" σημαίνει την πράξη του να γεύεσαι ή να απολαμβάνεις κάτι, συνήθως φαγητό ή ποτό. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις όπου κάποιος θέλει να τονίσει την εμπειρία της γεύσης, πολλές φορές με αργές και προσεκτικές κινήσεις. Η χρήση της λέξης είναι συχνή στον προφορικό λόγο, ειδικά σε κοινωνικά περιβάλλοντα ή όταν μιλάμε για γαστρονομία.
Me gusta paladear un buen vino en una cena especial.
Μου αρέσει να γεύομαι ένα καλό κρασί σε ένα ειδικό δείπνο.
Al comer un chocolate gourmet, es importante paladear cada bocado.
Όταν τρως μια γκουρμέ σοκολάτα, είναι σημαντικό να γεύεσαι μπουκιά μπουκιά.
En el restaurante, los chefs nos enseñaron a paladear sus platillos.
Στο εστιατόριο, οι σεφ μας δίδαξαν να γεύομαστε τα πιάτα τους.
Η λέξη "paladear" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές:
Paladear la vida
Απολαμβάνω τη ζωή
Προσδιορίζει την ικανότητα κάποιου να απολαμβάνει στιγμές της ζωής του.
Paladear un recuerdo
Γευσθείτε μια ανάμνηση
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την επανάληψη ή την αναβίωση ενός ευχάριστου γεγονότος από το παρελθόν.
Paladear un momento
Απολαμβάνω μια στιγμή
Αναφέρεται στην ικανότητα να αναγνωρίζεις και να απολαμβάνεις τις παρούσες στιγμές.
Η λέξη "paladear" προέρχεται από το ισπανικό "paladar" που σημαίνει "υπερώα", αναφερόμενη στην αίσθηση της γεύσης. Η σύνθεση UTF-8 της λέξης προκύπτει από το "paladar" με την προσθήκη της κατάληξης "-ear" που χρησιμοποιείται στα ρήματα.
Συνώνυμα: - degustar (γευσιγνωσία) - saborear (να γεύεσαι)
Αντώνυμα: - despreciar (να περιφρονείς, να μην εκτιμάς) - ignorar (να αγνοείς)