Το "palco" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "palco" είναι /ˈpal.ko/.
Η λέξη "palco" αναφέρεται γενικά σε έναν χώρο ή επίπεδο για την τοποθέτηση ανθρώπων, συνήθως σε ένα θέατρο ή σε δημόσιες εκδηλώσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τη σκηνή ή το βάθρο όπου πραγματοποιούνται παραστάσεις. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με λίγο μεγαλύτερη προτίμηση στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε πολιτιστικά ή καλλιτεχνικά συμφραζόμενα.
El actor se presentó en el palco principal del teatro.
(Ο ηθοποιός εμφανίστηκε στο κύριο βάθρο του θεάτρου.)
La banda tocó en el palco de la plaza durante el festival.
(Η μπάντα έπαιξε στο βάθρο της πλατείας κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ.)
Η λέξη "palco" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τον χώρο και τη θέση.
"Estar en el palco" σημαίνει να είσαι σε μια προνομιούχο θέση.
(Να είσαι σε προνομιακή θέση.)
"Ver desde el palco" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την παρακολούθηση ή την κατανόηση μιας κατάστασης από μια καλά κατανοητή ή πιο απομονωμένη σκοπιά.
(Να παρακολουθείς από μια κατανοητή σκοπιά.)
"Desde el palco de la vida" αναφέρεται στην αντίληψη που έχει κάποιος για τη ζωή, σαν να παρακολουθεί από μια εξέδρα.
(Από τη σκοπιά της ζωής.)
Η λέξη "palco" προέρχεται από το λατινικό "palcum", που σημαίνει "βάθρο" ή "υψηλό μέρος", και σχετίζεται με την έννοια του χτιστού ή ανεβασμένου χώρου.
Συνώνυμα:
- escenario (σκηνή)
- tarima (βάθρο)
Αντώνυμα:
- foso (χαμηλό μέρος)
Αυτές οι πληροφορίες καθιστούν τη λέξη "palco" σημαντική σε διαφορετικά συμφραζόμενα, ενώ οι παραδείγματα και οι ιδιωματικές εκφράσεις αναδεικνύουν τη χρήση της στη γλώσσα.