palestra: ουσιαστικό (feminine)
/paˈles.tɾa/
Η λέξη "palestra" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε έναν χώρο ή αίθουσα όπου διεξάγονται φυσικές δραστηριότητες, όπως η γυμναστική και οι αθλητικοί αγώνες. Στην Ισπανική γλώσσα, η λέξη συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε άρθρα σχετικά με τον αθλητισμό ή την υγεία, αλλά και σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με γυμναστήρια ή χώροι άθλησης.
Αυτή προπονείται στην παλέστρα της γειτονιάς της.
La palestra está equipada con modernas máquinas de ejercicio.
Η παλέστρα είναι εξοπλισμένη με σύγχρονα όργανα άσκησης.
Se organizan competiciones en la palestra cada mes.
Η λέξη "palestra" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει συγκεκριμένες φράσεις που σχετίζονται με τον αθλητισμό και την γυμναστική:
Θα είμαι στην παλέστρα στις έξι για το μάθημα γιόγκα.
Hicimos una fiesta en la palestra después del torneo.
Κάναμε μια γιορτή στην παλέστρα μετά το τουρνουά.
La palestra ofrece clases de combate y defensa personal.
Η λέξη "palestra" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "palaestra", που αναφέρεται σε έναν χώρο όπου οι αθλητές ασκούνταν και προπονούνταν. Η ρίζα μπορεί να ανιχνευθεί πίσω στην ελληνική λέξη "παλέστρα", η οποία επίσης αναφερόταν σε χώρο άθλησης.
Συνώνυμα: - gimnasio (γυμναστήριο) - sala de deportes (αίθουσα σπορ)
Αντώνυμα: - inercia (αδράνεια) - ocio (ανάπαυση)