paleta - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

paleta (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

paleta: ουσιαστικό θηλυκού γένους (la paleta)

Φωνητική μεταγραφή

/phɑˈleta/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "paleta" μπορεί να έχει πολλές σημασίες στα Ισπανικά, ανάλογα με το πλαίσιο χρήσης. Συνήθως αναφέρεται σε: 1. Παλέτα χρωμάτων, που χρησιμοποιείται από καλλιτέχνες. 2. Ξυλομπογιά ή εργαλείο που χρησιμοποιείται σε καλλιτεχνικές δραστηριότητες. 3. Σε κάποιες χώρες μπορεί να αναφέρεται σε τύπους παγωτού ή άλλων γλυκισμάτων.

Η συχνότητα χρήσης της ποικίλλει – χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο σε περιβάλλοντα σχετικούς με την τέχνη, την εκπαίδευση και τη ζαχαροπλαστική.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Me gusta usar una paleta para pintar.
  2. Μου αρέσει να χρησιμοποιώ μια παλέτα για να ζωγραφίζω.

  3. La paleta de colores que elegiste es hermosa.

  4. Η παλέτα χρωμάτων που διάλεξες είναι όμορφη.

  5. En el mercado venden paletas de frutas frescas.

  6. Στην αγορά πωλούν παγωτά από φρούτα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "paleta" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συχνή: 1. Tener una paleta amplia: - (Έχω ευρεία παλέτα) που αναφέρεται σε κάποιον που έχει ποικιλία γνώσεων ή δεξιοτήτων. - Esa artista tiene una paleta amplia de estilos en su obra. - Αυτή η καλλιτέχνιδα έχει ευρεία παλέτα στυλ στο έργο της.

  1. Paleta de sabores:
  2. (Παλέτα γεύσεων, αναφέρεται σε ποικιλία γεύσεων).
  3. El chef me sorprendió con su paleta de sabores exóticos en la cena.

    • Ο σεφ με εξέπληξε με την παλέτα εξωτικών γεύσεων στο δείπνο.
  4. Paleta emocional:

  5. (Συναισθηματική παλέτα, αναφέρεται σε ποικιλία συναισθημάτων).
  6. Su poesía refleja una paleta emocional muy rica.
    • Η ποίηση του αντικατοπτρίζει μια πολύ πλούσια συναισθηματική παλέτα.

Ετυμολογία

Η λέξη "paleta" προέρχεται από το λατινικό "pāla" που σημαίνει "φτερό" ή "πέταλο", λόγω του σχήματος που έχει συγκριτικά η παλέτα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα - tabla de colores: πίνακας χρωμάτων - pincel (σε κάποιες περιπτώσεις): πινέλο

Αντώνυμα - monocromático: μονοχρωματικός (σε πλαίσιο αναφοράς χρωμάτων)



22-07-2024