paleta: ουσιαστικό θηλυκού γένους (la paleta)
/phɑˈleta/
Η λέξη "paleta" μπορεί να έχει πολλές σημασίες στα Ισπανικά, ανάλογα με το πλαίσιο χρήσης. Συνήθως αναφέρεται σε: 1. Παλέτα χρωμάτων, που χρησιμοποιείται από καλλιτέχνες. 2. Ξυλομπογιά ή εργαλείο που χρησιμοποιείται σε καλλιτεχνικές δραστηριότητες. 3. Σε κάποιες χώρες μπορεί να αναφέρεται σε τύπους παγωτού ή άλλων γλυκισμάτων.
Η συχνότητα χρήσης της ποικίλλει – χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο σε περιβάλλοντα σχετικούς με την τέχνη, την εκπαίδευση και τη ζαχαροπλαστική.
Μου αρέσει να χρησιμοποιώ μια παλέτα για να ζωγραφίζω.
La paleta de colores que elegiste es hermosa.
Η παλέτα χρωμάτων που διάλεξες είναι όμορφη.
En el mercado venden paletas de frutas frescas.
Η λέξη "paleta" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συχνή: 1. Tener una paleta amplia: - (Έχω ευρεία παλέτα) που αναφέρεται σε κάποιον που έχει ποικιλία γνώσεων ή δεξιοτήτων. - Esa artista tiene una paleta amplia de estilos en su obra. - Αυτή η καλλιτέχνιδα έχει ευρεία παλέτα στυλ στο έργο της.
El chef me sorprendió con su paleta de sabores exóticos en la cena.
Paleta emocional:
Η λέξη "paleta" προέρχεται από το λατινικό "pāla" που σημαίνει "φτερό" ή "πέταλο", λόγω του σχήματος που έχει συγκριτικά η παλέτα.
Συνώνυμα - tabla de colores: πίνακας χρωμάτων - pincel (σε κάποιες περιπτώσεις): πινέλο
Αντώνυμα - monocromático: μονοχρωματικός (σε πλαίσιο αναφοράς χρωμάτων)