Η λέξη "paletilla" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/paleˈtiʝa/
Στα ισπανικά, "paletilla" αναφέρεται κυρίως σε δύο έννοιες: 1. Τη ωμοπλάτη, το οστό που βρίσκεται στην πλάτη, ακριβώς πίσω από την καρδιά. 2. Ένα κομμάτι κρέατος από την περιοχή του ώμου, συνήθως σε σχέση με την παρασκευή αλλαντικών, όπως το "jamón de paletilla".
Η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή, κυρίως στο γραπτό λόγο, σε κείμενα που σχετίζονται με την ανατομία, τη μαγειρική και τη διατροφή.
(Η ωμοπλάτη είναι ένα σημαντικό οστό στην ανθρώπινη ανατομία.)
En la cocina argentina, se destaca la paletilla de cordero.
(Στην κουζίνα της Αργεντινής, ξεχωρίζει η μπριζόλα από αρνί.)
El médico examinó la paletilla para asegurarse de que no había fracturas.
Η λέξη "paletilla" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες εκφράσεις και χρησιμοποιήσεις σχετικές με το κρέας:
(Να έχεις γνώσεις σχετικά με το άριστο φαγητό.)
"Cortar la paletilla": Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε στο κόψιμο κρέατος, συνήθως σε μια γιορτή ή γεύμα.
Η λέξη "paletilla" προέρχεται από τη λατινική λέξη "pāla" που σημαίνει "παλέτα". Η προσθήκη της κατάληξης "-illa" υποδηλώνει μια μικρή ή υποκοριστική μορφή.
Συνώνυμα: - ωμοπλάτη (anatomía) - μπριζόλα (περίπτωση κρέατος)
Αντώνυμα: - Χωρίς άλλη αναφορά, καθώς η λέξη σχετίζεται κυρίως με ανατομικά ή γαστρονομικά συμφραζόμενα.