Το "paliar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
/paliˈaɾ/
Το ρήμα "paliar" αναφέρεται στην πράξη της ανακούφισης ή της μείωσης της έντασης ή της σοβαρότητας κάποιου προβλήματος ή δυσκολίας. Συνήθως χρησιμοποιείται σε ιατρικά και νομικά πλαίσια, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε γενικότερο πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, με περισσότερη προτίμηση στη γραπτή μορφή.
La medicina puede paliar el dolor.
(Η ιατρική μπορεί να ανακουφίσει τον πόνο.)
Es importante paliar los efectos del cambio climático.
(Είναι σημαντικό να μετριαστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.)
El gobierno tomó medidas para paliar la crisis económica.
(Η κυβέρνηση έλαβε μέτρα για να ελαφρύνει την οικονομική κρίση.)
Η λέξη "paliar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην καθημερινή γλώσσα.
Paliar el sufrimiento de los pacientes.
(Να ανακουφίσω την ταλαιπωρία των ασθενών.)
Siempre trata de paliar su culpa.
(Πάντα προσπαθεί να ελαφρύνει την ενοχή του.)
Es fundamental paliar las tensiones sociales.
(Είναι θεμελιώδες να μετριαστούν οι κοινωνικές εντάσεις.)
Los programas sociales buscan paliar la pobreza.
(Τα κοινωνικά προγράμματα επιδιώκουν να ελαφρύνουν την φτώχεια.)
La terapia puede paliar problemas emocionales.
(Η θεραπεία μπορεί να μετριάσει τα συναισθηματικά προβλήματα.)
Η λέξη "paliar" προέρχεται από το λατινικό "paliāre", που σημαίνει «να καλύπτεις» ή «να προστατεύεις», και σχετίζεται με την έννοια της προστασίας ή της ανακούφισης σε δύσκολες καταστάσεις.
Συνώνυμα: - Aliviar - Mitigar - Suavizar
Αντώνυμα: - Agravar - Intensificar - Aumentar