Η λέξη "paliativo" είναι ουσιαστικό και επίθετο.
/paliˈa.ti.βo/
Η λέξη "paliativo" χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της ιατρικής και αναφέρεται σε θεραπείες ή φροντίδα που σκοπό έχουν να ανακουφίσουν συμπτώματα και να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής, χωρίς ωστόσο να αποβλέπουν στη θεραπεία της πάθησης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ασθενείς με σοβαρές, προχωρημένες ή ανίατες ασθένειες. Η χρήση της είναι συχνή στην ιατρική γλώσσα και λιγότερο στην καθημερινή συνομιλία.
La medicina paliativa se centra en aliviar el dolor de los pacientes.
(Η παρηγορητική ιατρική εστιάζει στην ανακούφιση του πόνου των ασθενών.)
Los cuidados paliativos son importantes en el tratamiento de enfermedades terminales.
(Η παρηγορητική φροντίδα είναι σημαντική στη θεραπεία τερματικών ασθενειών.)
Es fundamental proporcionar un enfoque paliativo en el cuidado del paciente.
(Είναι θεμελιώδες να παρέχεται μία παρηγορητική προσέγγιση στη φροντίδα του ασθενούς.)
Η λέξη "paliativo" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην Ισπανική γλώσσα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φράσεις για να δηλώσει την αναγκαιότητα για βοήθεια ή υποστήριξη σε δύσκολες καταστάσεις.
La solución paliativa no es suficiente para resolver el problema.
(Η παρηγορητική λύση δεν είναι αρκετή για να λύσει το πρόβλημα.)
Se necesitan medidas paliativas para mitigar los efectos de la crisis.
(Χρειάζονται παρηγορητικά μέτρα για να μετριαστούν οι επιπτώσεις της κρίσης.)
Aunque no es la solución ideal, es un enfoque paliativo hasta que encontremos una mejor.
(Αν και δεν είναι η ιδανική λύση, είναι μία παρηγορητική προσέγγιση μέχρι να βρούμε μια καλύτερη.)
Η λέξη "paliativo" προέρχεται από το λατινικό "palliativus", το οποίο σημαίνει "να καλύπτει" ή "να παρακινεί", σχετιζόμενο με το ρήμα "palliare".
Συνώνυμα: - Suavitivo (παρηγορητικός) - Aliviador (ανακουφιστικός)
Αντώνυμα: - Curativo (θεραπευτικός) - Agresivo (επιθετικός)