Η λέξη "palillo" είναι ουσιαστικό αρσενικού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "palillo" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /paˈliʝo/
Η λέξη "palillo" αναφέρεται συνήθως σε ένα λεπτό, μικρό ξύλο ή ραβδί, που χρησιμοποιείται κυρίως ως οδοντογλυφίδα ή για να κρατάει άλλα τρόφιμα, όπως σε διάφορες πίτες ή μπουκιές. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο και σε καθημερινές συζητήσεις. Είναι συνηθισμένη στη γλώσσα της Ισπανίας αλλά και σε άλλες ισπανόφωνες χώρες.
Αυτός χρησιμοποίησε μια οδοντογλυφίδα για να βγάλει υπολείμματα από τα δόντια του.
En la fiesta, servían canapés con palillos para que fueran más fáciles de comer.
Στη γιορτή, σερβίρονταν καναπέδες με ξυλάκια για να είναι πιο εύκολα να φαγωθούν.
Los palillos son muy útiles en la cocina asiática.
Η λέξη "palillo" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές:
Μην με αφήνεις στο ξυλάκι (μη με αφήνεις στην αβεβαιότητα).
“Con un palillo no se mete en camisa de once varas”
Με ένα ξυλάκι, δεν μπαίνεις σε δύσκολες καταστάσεις (δεν πρέπει να προσπαθείς να λύσεις ένα μεγάλο πρόβλημα με μια μικρή λύση).
“Palillo de dientes y cocina no son una buena combinación”
Η λέξη "palillo" προέρχεται από το ισπανικό "palo" που σημαίνει "ραβδί" και είναι παρακλάδι της ίδιας ρίζας. Η κατάληξή της "-illo" χρησιμοποιείται για να δηλώσει μικρό μέγεθος ή ελαφρότητα.
Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για τη λέξη "palillo", καθώς αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Ωστόσο, μπορεί να θεωρηθούν αντικείμενα μεγαλύτερης κλίμακας ή πιο πολύπλοκα σκεύη.