Η λέξη "palito" είναι ένα ουσιαστικό (sustantivo).
/paliˈto/
Η λέξη "palito" αναφέρεται συνήθως σε ένα μικρό ή λεπτό ξύλο ή ραβδί, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται για στήριξη ή για κατανάλωση φαγητού (π.χ., σουβλάκια). Είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη και μπορεί να αναφέρεται σε διάφορες καταστάσεις στον προφορικό και γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά θα τη βρείτε σε καθημερινές συνομιλίες.
Los niños jugaron con un palito en el parque.
(Τα παιδιά έπαιξαν με ένα ξυλάκι στο πάρκο.)
Necesito un palito para sacar la comida del fuego.
(Χρειάζομαι ένα ξυλάκι για να βγάλω το φαγητό από τη φωτιά.)
"No me rasques el palito."
(Μη με προκαλείς.) - Αυτή η έκφραση απευθύνεται σε κάποιον που σας προκαλεί ή σας ζητάει να κάνετε κάτι που δεν θέλετε.
"Palito de carne."
(Σουβλάκι κρέατος.) - Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε σνακ που είναι φτιαγμένα από κομμάτια κρέατος σε ξυλάκι.
"Sabe a palito."
(Έχει γεύση σαν ξυλάκι.) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει άγευστο ή τρομακτικά απλό γούστο.
"Es un palito entre amigos."
(Είναι σαν να κρατάς ένα ξυλάκι μεταξύ φίλων.) - Αναφέρεται σε μια φιλική ή ανοιχτή σχέση.
Η λέξη προέρχεται από το ισπανικό "palo", που σημαίνει "ραβδί" ή "ξύλο", με την προσθήκη του diminutivo "-ito", που δηλώνει μικρότητα ή τρυφερότητα.
Συνώνυμα: - Rabo (ουρά) - Varita (ραβδί)
Αντώνυμα: - Palo (μεγαλύτερο ξύλο) - Tronc (κορμός)
Αυτή η ανάλυση καλύπτει την έννοια της λέξης "palito" στον ισπανικό γλωσσικό χώρο.