palo: ουσιαστικό
/phalo/
Η λέξη palo αναφέρεται κυρίως σε έναν μακρύ, λεπτό και κυλινδρικό αντικείμενο που μπορεί να είναι φτιαγμένο από ξύλο ή άλλο υλικό. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η κατασκευή, η γεωργία, και το εμπόριο. Στην Ισπανική γλώσσα, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στο προφορικό λόγο και σε κάποιες περιοχές έχει επιπλέον σημασίες ή ιδιωματικές χρήσεις.
Το ξύλο είναι πολύ μακρύ και βαρύ.
Necesitamos un palo para construir la casa.
Χρειαζόμαστε ένα ραβδί για να χτίσουμε το σπίτι.
Usé un palo para pescar en el lago.
Η λέξη palo χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα:
Μετάφραση: "Να κάνεις μια κλοπή."
"Palo en la rueda"
Μετάφραση: "Ράγισαν τον τροχό."
"Palo de madera"
Μετάφραση: "Ξύλινο ραβδί."
"El palo está en la casa"
Η λέξη palo προέρχεται από το λατινικό palum, που σημαίνει «ράβδος» ή «στήλη».
Συνώνυμα: - vara (ραβδί) - tronco ( κορμός)
Αντώνυμα: - hueco (κενό) - vacío (άδειο)
Η λέξη palo ενσωματώνει μια ποικιλία νοημάτων και χρήσεων, καθιστώντας την σημαντική σε πολλές περιστάσεις μέσα στη γλώσσα.