Palpar είναι ρήμα.
/palˈpaɾ/
Η λέξη palpar χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση του να αγγίζεις ή να ψάχνεις κάτι με τα χέρια ή τα δάχτυλα. Συχνά χρησιμοποιείται σε ιατρικά ή τεχνικά συμφραζόμενα, για να αναφερθεί στη διαδικασία της εξέτασης ή του εντοπισμού με την αφή.
Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Η λέξη είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνά παρούσα σε επαγγελματικά ή ιατρικά συμφραζόμενα.
El médico necesita palpar el abdomen para hacer un diagnóstico.
(Ο γιατρός χρειάζεται να ψαχουλέψει την κοιλιά για να κάνει διάγνωση.)
Ella pudo palpar la textura de la tela antes de comprarla.
(Εκείνη μπόρεσε να αγγίξει την υφή του υφάσματος πριν το αγοράσει.)
Es importante palpar el pulso del paciente durante el examen.
(Είναι σημαντικό να αγγίξεις τον σφυγμό του ασθενούς κατά την εξέταση.)
Η λέξη palpar δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε συγκεκριμένα πλαίσια:
Σημαίνει ότι κάποιος προσπαθεί να κατανοήσει ή να αντιμετωπίσει την αλήθεια μιας κατάστασης.
Palpar el terreno
Χρησιμοποιείται για να ανατρέξει σε μια διαδικασία διερεύνησης μιας κατάστασης ή ενός περιβάλλοντος πριν από τη λήψη αποφάσεων.
Palpar los límites
Αναφέρεται στην ανάγκη για δοκιμή ή διερεύνηση των περιορισμών που υπάρχουν σε μια κατάσταση ή σε σχέση.
No todo se puede palpar
Η λέξη palpar προέρχεται από το λατινικό ρήμα palpare, που σημαίνει "να αγγίζεις, να ψαχουλεύεις". Έχει σχετική προέλευση με άλλες ροές που σχετίζονται με την αφή.
Συνώνυμα: - Tocar (Αγγίζω) - Examinar (Εξετάζω)
Αντώνυμα: - Ignorar (Αγνοώ) - Desconocer (Δεν γνωρίζω)
Αυτές οι πληροφορίες συνοψίζουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης palpar στα ισπανικά, καθώς και τις γλωσσικές της προεκτάσεις.