palpar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

palpar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Palpar είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/palˈpaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη palpar χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση του να αγγίζεις ή να ψάχνεις κάτι με τα χέρια ή τα δάχτυλα. Συχνά χρησιμοποιείται σε ιατρικά ή τεχνικά συμφραζόμενα, για να αναφερθεί στη διαδικασία της εξέτασης ή του εντοπισμού με την αφή.

Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Η λέξη είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνά παρούσα σε επαγγελματικά ή ιατρικά συμφραζόμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El médico necesita palpar el abdomen para hacer un diagnóstico.
    (Ο γιατρός χρειάζεται να ψαχουλέψει την κοιλιά για να κάνει διάγνωση.)

  2. Ella pudo palpar la textura de la tela antes de comprarla.
    (Εκείνη μπόρεσε να αγγίξει την υφή του υφάσματος πριν το αγοράσει.)

  3. Es importante palpar el pulso del paciente durante el examen.
    (Είναι σημαντικό να αγγίξεις τον σφυγμό του ασθενούς κατά την εξέταση.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη palpar δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε συγκεκριμένα πλαίσια:

  1. Palpar la realidad
  2. Μετάφραση: Αγγίζω την πραγματικότητα.
  3. Σημαίνει ότι κάποιος προσπαθεί να κατανοήσει ή να αντιμετωπίσει την αλήθεια μιας κατάστασης.

  4. Palpar el terreno

  5. Μετάφραση: Ψαχουλεύω το έδαφος.
  6. Χρησιμοποιείται για να ανατρέξει σε μια διαδικασία διερεύνησης μιας κατάστασης ή ενός περιβάλλοντος πριν από τη λήψη αποφάσεων.

  7. Palpar los límites

  8. Μετάφραση: Αγγίζω τα όρια.
  9. Αναφέρεται στην ανάγκη για δοκιμή ή διερεύνηση των περιορισμών που υπάρχουν σε μια κατάσταση ή σε σχέση.

  10. No todo se puede palpar

  11. Μετάφραση: Δεν μπορείς να αγγίξεις τα πάντα.
  12. Σημαίνει ότι υπάρχουν καταστάσεις ή έννοιες που δεν είναι απτές ή δεν μπορείς να τις κατανοήσεις πλήρως.

Ετυμολογία

Η λέξη palpar προέρχεται από το λατινικό ρήμα palpare, που σημαίνει "να αγγίζεις, να ψαχουλεύεις". Έχει σχετική προέλευση με άλλες ροές που σχετίζονται με την αφή.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Tocar (Αγγίζω) - Examinar (Εξετάζω)

Αντώνυμα: - Ignorar (Αγνοώ) - Desconocer (Δεν γνωρίζω)

Αυτές οι πληροφορίες συνοψίζουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης palpar στα ισπανικά, καθώς και τις γλωσσικές της προεκτάσεις.



23-07-2024