Η λέξη "palpitante" είναι επίθετο.
/pal.piˈtan.te/
Η λέξη "palpitante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που πάλλεται ή έχει έντονη δραστηριότητα. Στον τομέα της ιατρικής, συχνά αναφέρεται σε παλμούς καρδιάς ή άλλους βιολογικούς ρυθμούς. Στη γενική χρήση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει δραματικές καταστάσεις ή συναισθηματικές αντιδράσεις.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "palpitante" είναι μέτρια και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και οι ιατρικοί όροι μπορεί να εμφανίζονται πιο συχνά σε επιστημονικά κείμενα.
Η καρδιά έχει έναν παλμικό ρυθμό κατά την άσκηση.
La música era tan intensa que el ambiente se sentía palpitante.
Η μουσική ήταν τόσο έντονη που η ατμόσφαιρα αισθανόταν παλμική.
Su emoción era palpitante cuando recibió la buena noticia.
Η λέξη "palpitante" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες φράσεις που περιγράφουν το συναίσθημα ή την κατάσταση:
Να ζεις ένα παλμικό (έντονο) συναίσθημα.
Tener un amor palpitante.
Να έχεις έναν παλμικό (έντονο) έρωτα.
Una noche palpitante de aventuras.
Η λέξη "palpitante" προέρχεται από το ρήμα "palpitar", που σημαίνει "παλμό" ή "παλλόμενος". Το ρήμα "palpitar" έχει τις ρίζες του στο λατινικό "palpitare", που σημαίνει "να χτυπά".
Συνώνυμα: - pulsante - vibrante - conmovedor
Αντώνυμα: - inerte - estático - tranquilo