paludismo: ουσιαστικό (masculino).
/pa.luˈðis.mo/
Η λέξη paludismo αναφέρεται σε μια μολυσματική ασθένεια που προκαλείται από παράσιτα του γένους Plasmodium, τα οποία μεταδίδονται στον άνθρωπο μέσω δαγκωμάτων μολυσμένων κουνουπιών. Η ασθένεια εμφανίζεται κυρίως σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές και μπορεί να προκαλέσει σοβαρά συμπτώματα, όπως πυρετό, ρίγος και σε σοβαρές περιπτώσεις, θάνατο. Η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως σε γραπτό και προφορικό λόγο και είναι κοινά γνώριμη σε επαγγελματίες τομέων όπως η ιατρική και η δημόσια υγεία.
El paludismo es una de las enfermedades más peligrosas en África.
Η ελονοσία είναι μια από τις πιο επικίνδυνες ασθένειες στην Αφρική.
El paludismo se transmite a través de la picadura de mosquitos infectados.
Η ελονοσία μεταδίδεται μέσω του τσιμπήματος μολυσμένων κουνουπιών.
Η λέξη "paludismo" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι σημαντική σε ορισμένες ιατρικές και δημόσιες υγειονομικές φράσεις:
La lucha contra el paludismo es un esfuerzo mundial.
Η μάχη κατά της ελονοσίας είναι μια παγκόσμια προσπάθεια.
Los síntomas del paludismo pueden aparecer de forma repentina.
Τα συμπτώματα της ελονοσίας μπορούν να εμφανιστούν ξαφνικά.
La prevención del paludismo incluye el uso de mosquiteros tratados.
Η πρόληψη της ελονοσίας περιλαμβάνει τη χρήση επεξεργασμένων σκαφών.
Es vital diagnosticar el paludismo a tiempo para evitar complicaciones.
Είναι ζωτικής σημασίας να διαγνωστεί η ελονοσία στην ώρα της για να αποφευχθούν οι επιπλοκές.
Η λέξη "paludismo" προέρχεται από το λατινικό "palūdīsum" που σημαίνει "βάλτος" ή "λούφα". Αυτό αναφέρεται στη σύνδεση της ασθένειας με βρεγμένα ή υγρά μέρη, όπως οι βάλτοι, που είναι τα ιδανικά περιβάλλοντα για τα κουνούπια που μεταδίδουν τη νόσο.
Συνώνυμα: - ελονοσία - μαλάρια
Αντώνυμα: - υγιεινή κατάσταση - ευεξία
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "paludismo" στο πλαίσιο της ιατρικής και της δημόσιας υγείας.