Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: pam-po-sa-ðo
Χρήση στα Ισπανικά: Η λέξη "pamposado" συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο για να περιγράψει κάποιον που είναι μεγαλόσωμος ή με υπερβολικό αίσθημα της αυτοκινητοβαφής.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Se ve muy pamposado con esos trajes elegantes. (Φαίνεται πολύ μεγαλόσωμος με αυτά τα κοστούμια.) 2. Siempre está pamposado hablando de sus logros. (Πάντα είναι υπερβολικά υπερήφανος μιλώντας για τις επιτυχίες του.)
Ετυμολογία: Η λέξη "pamposado" προέρχεται από την ισπανική λέξη "pampano" που σημαίνει σταφύλι.
Συνώνυμα: engreído, altanero, orgulloso.
Αντώνυμα: humilde, sencillo, modesto.