panceta: ουσιαστικό (feminine)
/panˈθeta/ (Χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο)
Η λέξη "panceta" αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη κοπή κρέατος, που ονομάζεται κοιλίτσα, την οποία προέρχεται από χοίρους. Υπάρχουν δύο κυριότερες ποικιλίες: η ωμή και η καπνιστή. Είναι δημοφιλής στην ισπανική κουζίνα και χρησιμοποιείται συχνά σε μαγειρικές συνταγές όπως είναι οι σούπες, οι σαλάτες και οι χώρος. Η panceta χρησιμοποιείται περισσότερο στη γραπτή μορφή, αν και μπορεί να ακουστεί και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε γαστρονομικά ή μαγειρικά πλαίσια.
Η μπάκετ είναι ένα βασικό συστατικό σε πολλές αρτοποιίες από την Αργεντινή.
Me encanta el sabor ahumado de la panceta en la pasta.
Μου αρέσει η καπνιστή γεύση της μπάκετ με την πάστα.
En la parrilla, la panceta se cocina a la perfección.
Η λέξη "panceta" μπορεί να εμφανιστεί σε ορισμένες idiomáticas εκφράσεις, που σχετίζονται με τροφές ή την κουλτούρα του φαγητού στην Αργεντινή.
Μπάκετ και κρασί, ο καλύτερος συνδυασμός.
"La panceta le da un toque especial a este platillo."
Η μπάκετ δίνει μια ιδιαίτερη νότα σε αυτό το πιάτο.
"En cualquier asado, no puede faltar la panceta."
Σε κάθε ψητό, δεν μπορεί να λείπει η μπάκετ.
"Comer panceta es un verdadero placer."
Η λέξη "panceta" προέρχεται από το λατινικό "pancita," που αναφέρεται στην κοιλιά.
Συνώνυμα: - Manteca (λίπος) - Tocino (μπέικον)
Αντώνυμα: - Magro (άπαχο κρέας) - Desgrasado (χωρίς λίπος)