Η λέξη "panel" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "panel" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /ˈpanel/.
Η λέξη "panel" στα Ισπανικά αναφέρεται σε μια επίπεδη επιφάνεια ή δομή που χρησιμοποιείται για διάφορους σκοπούς, όπως η κατασκευή, η ηλεκτρονική, ή άλλες τεχνικές εφαρμογές. Σχετίζεται με έννοιες όπως το πάνελ ελέγχου σε ηλεκτρονικές συσκευές, ή το πάνελ σε πλοία. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, ιδίως σε τεχνικά και επαγγελματικά συμφραζόμενα.
El panel solar convierte la luz del sol en energía.
(Το ηλιακό πάνελ μετατρέπει το φως του ήλιου σε ενέργεια.)
En el barco hay un panel de control para la navegación.
(Στο πλοίο υπάρχει ένα πάνελ ελέγχου για την πλοήγηση.)
Η λέξη "panel" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένες από αυτές:
El panel de expertos discutió sobre el cambio climático.
(Το πάνελ των ειδικών συζήτησε για την κλιματική αλλαγή.)
Panel de discusión
Μια συζήτηση που περιλαμβάνει διάφορους συμμετέχοντες.
Participé en un panel de discusión sobre nuevas tecnologías.
(Συμμετείχα σε ένα πάνελ συζήτησης σχετικά με τις νέες τεχνολογίες.)
Panel de control
Ηλεκτρονική ή φυσική διάταξη κουμπιών και οθονών που επιτρέπει τον έλεγχο μιας μηχανής ή διαδικασίας.
Η λέξη "panel" προέρχεται από το γαλλικό "panneau", το οποίο σημαίνει "πίνακας" ή "τμήμα". Αρχικά αναφερόταν σε επίπεδες επιφάνειες, όπως π.χ. σε πίνακες ζωγραφικής ή ξύλινες κατασκευές.
Συνώνυμα:
- superficie (επιφάνεια)
- tabla (πίνακας)
Αντώνυμα:
- hueco (κενό)
- vacío (άδειο)
Η έννοια του "panel" είναι ευρεία και χρήσιμη σε πολλές περιστάσεις, από την καθημερινή ζωή έως τον τεχνικό τομέα, και εκφράζει ιδιότητες που σχετίζονται με την κατασκευή και τον έλεγχο.